μητρίτιδα

μητρίτιδα
η
(ιατρ.), φλεγμονή της μήτρας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μητρίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τής μήτρας …   Dictionary of Greek

  • αιδοιοκολπίτιδα — Φλεγμονή που παρουσιάζεται στο αιδοίο (αιδοιίτιδα) και επεκτείνεται στον κόλπο (κολπίτιδα), ή αντίθετα. Μπορεί επίσης να προσβάλλει τη μήτρα (μητρίτιδα) και τις σάλπιγγες (σαλπιγγίτιδα). Κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της πάθησης αυτής είναι η… …   Dictionary of Greek

  • μητραλγία — η πόνος τής μήτρας ο οποίος προέρχεται από διάφορες παθήσεις της, όπως λ.χ. μητρίτιδα, ενδομητρίτιδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • περιμητρίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού συνδετικού ιστού που βρίσκεται ανάμεσα στις πτυχές τού περιτοναίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μητρίτιδα (< μήτρα + επίθημα ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. περιμητρῖτις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”